σημα(το)φόρος

σημα(το)φόρος
ο семафор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σημα(το)φόρος" в других словарях:

  • σηματοφόρος — Παράκτιο κτίριο από το οποίο παρατηρούνται οι κινήσεις πλοίων και αεροπλάνων και λαμβάνονται και μεταβιβάζονται σήματα σχετικά με την ασφάλεια τους και τις μετεωρολογικές προβλέψεις. Βρίσκεται σε υψηλό σημείο για να εποπτεύσει μεγάλη περιοχή και… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • семафор — род. п. а. Через франц. semaphore, образованного из греч. σῆμα знак и φορος носитель, несущий …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Семафор — (фр. Sémaphore, от греч. σήμα знак, сигнал и φορός несущий): Семафор (железная дорога) устройство для регулирования железнодорожного движения. Семафор способ визуальной связи между кораблями с использованием жестов. См. Русская семафорная… …   Википедия

  • Семафор (железная дорога) — У этого термина существуют и другие значения, см. Семафор. Семафоры на станции Норт Гилонг, Вик …   Википедия

  • λουτροφόρος — Τελετουργικό αγγείο της αρχαιότητας. Έφερε στοιχεία αμφορέα ή υδρίας, αν και ξεχώριζε για τις λεπτές αναλογίες του σώματος και τον επιμήκη λαιμό του. Το χρησιμοποιούσαν είτε για το γαμήλιο λουτρό είτε ως επιτύμβιο σήμα σε τάφους ανύπαντρων, με… …   Dictionary of Greek

  • λυκοφόρος — λυκοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρει εγκεκαυμένο στο δέρμα του σήμα λύκου («τὸν δέ... καυτηριάσαι τε τὰς ἵππους λύκον καὶ κληθῆναι λυκοφόρους», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + φόρος (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • πιθηκοφόρος — ον, Α αυτός που φέρει χαραγμένο το σήμα πιθήκου («ὄψει τοὺς πολλοὺς αὐτῶν ἀλωπεκίας ἤ πιθηκοφόρους», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + φόρος (< φέρω)] …   Dictionary of Greek

  • σημαφόρος — ο, Ν ψηλός πύργος ή ιστός, στην κορυφή τού οποίου εμφανίζονταν οπτικά σήματα με σημαίες, γεωμετρικά σχήματα ή φώτα για τη μετάδοση μυνημάτων σε μεγάλες αποστάσεις, στο παρελθόν, αλλά χρησιμοποιούμενος σήμερα κυρίως στη σιδηροδρομική και ναυτική… …   Dictionary of Greek

  • στροφείο — το / στροφεῑον, ΝΑ (στο αρχ. θέατρο) μηχανισμός με τον οποίο πραγματοποιούνταν η εμφάνιση τών υποκριτών σε διαφορετική θέση αλλά και η εξαφάνισή τους, ή, κατά τον Πολυδεύκη, χρησιμοποιούνταν για την εμφάνιση ηρώων, ζώντων ή νεκρών, στον αιθέρα ή… …   Dictionary of Greek

  • φορόσημο — το, Ν ένσημο που δηλώνει τον φόρο που εισπράττεται σε ορισμένους τόκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φόρος + σήμα (πρβλ. γραμματό σημο)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»